Ένα αβέβαιο και ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον με υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους (ένας στους δύο) και στις γυναίκες περιγράφεται στην Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση το 2016.
Στην Έκθεση αναλύονται οι επιπτώσεις της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στις μακροοικονομικές επιδόσεις της χώρας, τη συνεχιζόμενη δυναμική απόκλισης του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας από το μέσο όρο της ΕΕ και αξιολογεί την πορεία της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2016 ως μέρος του ευρύτερου χρονικού πλαισίου της κρίσης χρέους και της οικονομικής κρίσης.
Υποστηρίζεται στην Έκθεση ότι η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής έχει φτάσει στα όριά της, έχοντας επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, στην απασχόληση, στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνική συνοχή.
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το εποχικά διορθώμένο ποσοστό ανεργίας τον Ιούνιο του 2016 διαμορφώθηκε στο 23,4% έναντι 24,9% τον Ιούνιο του 2015. Το σύνολο τών απασχολουμένών ανήλθε σε 3.674.957 άτομα, ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.124.541 και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σε 3.249.057 άτομα. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 61.612 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2015 (αύξηση 1,7%), οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 73.477 άτομα (μείώση 6,1%), ενώ οι οικονομικά μη ενεργοί μειώθηκαν κατά 27.342 (μείώση 0,8%).
Εξετάζοντας τα ποσοστά ανεργίας για την ίδια περίοδο σε περιφερειακό επίπεδο παρατηρούμε ότι τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας εμφανίζονται στην Ήπειρο − Δυτική Μακεδονία (26,8%) και ακoλουθούν η Θεσσαλία − Στερεά Ελλάδα (25,8%), η Πελοπόννησος, η Δυτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά (23,8%), η Μακεδονία − Θράκη (23,1%), η Αττική (22,3%), η Κρήτη (22,3%) και το Αιγαίο (18,8%). Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά το 2016 συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό την τάση οριακής βελτίώσης που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίστηκε κατά το 2015. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός μείώσης της ανεργίας παραμένει σταθερός περίπου στο 6% κατ’ έτος.
Με βάση αυτό το γεγονός διατηρούμε αμετάβλητη την εκτίμησή μας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2016: 96) ότι, δεδομένών τών δημογραφικών και άλλών παραμέτρών, η αποκλιμάκώση της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με αυτά του 2008 θα χρειαστεί περίπου 20 χρόνια.
Ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης είναι τα εξής:
-Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης. Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
-Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
-Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.
- Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας παρατηρείται ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%). Η μακροχρόνια ανεργία ανέρχεται σε 72,2% του συνόλου των ανέργων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου